Menu

Εγκύκλιος σχετικά µε τη διάθεση προϊόντων αρτοποιίας

Σε απάντηση ερωτημάτων εκ μέρους των Περιφερειακών Ενοτήτων για την εφαρμογή του άρθρου 10 παρ. 2 του Ν.3526/2007, όπως τροποποιήθηκε με την Υποπαράγραφο ΣΤ.6 παρ. 1α του ν.4254/2014, σας γνωρίζουμε τα εξής:

Σε απάντηση ερωτηµάτων εκ µέρους των Περιφερειακών Ενοτήτων για την εφαρµογή του άρθρου 10 παρ. 2 του Ν.3526/2007, όπως τροποποιήθηκε µε την Υποπαράγραφο ΣΤ.6 παρ.
1α του ν.4254/2014, σας γνωρίζουµε τα εξής:
Σύµφωνα µε το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν.3526/2007 «Απαγορεύεται η χρήση του όρου “φρέσκος άρτος” και “φρέσκο αρτοπαρασκεύασµα ή αρτοσκεύασµα”:
α) σε άρτο ή αρτοπαρασκεύασµα ή αρτοσκεύασµα που προορίζονται για πώληση, µετά την πάροδο είκοσι τεσσάρων ωρών από την ολοκλήρωση της διαδικασίας παραγωγής τους,
ανεξάρτητα από τις µεθόδους συντήρησης τους,
β) σε άρτο ή αρτοπαρασκεύασµα ή αρτοσκεύασµα που πωλούνται µετά την ολοκλήρωση της έψησης, του µερικώς ψηµένου, του διατηρηµένου ή κατεψυγµένου άρτου ή του
αρτοπαρασκευάσµατος ή του αρτοσκευάσµατος, ανεξάρτητα από τις µεθόδους συντήρησης τους,
γ) σε άρτο ή αρτοπαρασκεύασµα ή αρτοσκεύασµα, που παράγονται µε την έψηση ενδιαµέσων προϊόντων αρτοποιίας, ανεξάρτητα από τις µεθόδους συντήρησης τους».
Ως άρτος και αρτοπαρασκεύασµα, σύµφωνα µε το άρθρο 1 παρ. 1 περ. γ και δ του Ν.3526/2007 ορίζονται:
“Άρτος” (χωρίς άλλη ένδειξη): Το προϊόν αρτοποιίας που παρασκευάζεται µε έψηση µέσα σε ειδικούς κλιβάνους, υπό καθορισµένες συνθήκες µάζας, η οποία αποτελείται από αλεύρι σίτου,
νερό, ζύµη και µικρή ποσότητα αλατιού. Αν για την παρασκευή του άρτου χρησιµοποιούνται άλευρα σίτου ή µείγµα αλεύρων άλλων δηµητριακών προϊόντων εκτός του σίτου, ο
παρασκευαζόµενος άρτος φέρει την ονοµασία των αντίστοιχων δηµητριακών προϊόντων. Ο άρτος διακρίνεται σε:
αα) Λευκό άρτο, που παρασκευάζεται από άλευρα τ. 70%, από µαλακό σίτο και διατίθεται στην κατανάλωση µε την ονοµασία “άρτος λευκός τ. 70%”, ββ) Μαύρο άρτο, που
παρασκευάζεται από άλευρα τ. 90%, µε πρόσθετη ξηρά γλουτένη σε αναλογία 3% από µαλακό σίτο και διατίθεται στην κατανάλωση µε την ονοµασία “άρτος µαύρος τ. 90%”, γγ)
Σύµµεικτο άρτο, που παρασκευάζεται από ισόποση ανάµειξη αλεύρων κατηγορίας Μ, από σκληρό σίτο και άλευρα τ. 70%, από µαλακό σίτο και διατίθενται στην κατανάλωση µε την
ονοµασία “άρτος σύµµεικτος”, δδ) Βιολογικό άρτο, που παρασκευάζεται από άλευρα, τα οποία προέρχονται από σίτο βιολογικής καλλιέργειας, σύµφωνα µε νόµιµες πιστοποιήσεις.
“Αρτοπαρασκεύασµα”: Το προϊόν αρτοποιίας που παρασκευάζεται από άλευρα ενός δηµητριακού ή προσµείξεις αλεύρων διαφόρων δηµητριακών, εφόσον ο τρόπος παρασκευής
του δεν συµπίπτει µε τον τρόπο παρασκευής των ειδών άρτου που περιγράφονται στην περίπτωση δ` και το οποίο διατίθεται στην κατανάλωση µε την ονοµασία
“αρτοπαρασκεύασµα”. Αρτοπαρασκεύασµα αποτελεί και η λαγάνα της Καθαράς ∆ευτέρας.
Αντίθετα, ως αρτοσκεύασµα, σύµφωνα µε το άρθρο 1 παρ. 1 περ. ε του Ν.3526/2007 ορίζεται:
“Αρτοσκεύασµα” «Το προϊόν αρτοποιίας το οποίο παρασκευάζεται κατά τρόπο ανάλογο µε αυτόν της παρασκευής του άρτου, µε απλό ή διπλό κλιβανισµό, διαφέρει, όµως, από τον
άρτο ως προς την µακροσκοπική υφή και τους οργανοληπτικούς χαρακτήρες του.
• “Απλά αρτοσκευάσµατα”: Τα προϊόντα αρτοποιίας, τα οποία µπορεί να αντικαταστήσουν τον άρτο, όπως φρυγανιές, αρτίδια, φραντζολάκια, κουλούρια, παξιµάδια, ο διπυρίτης
άρτος, οι πίττες για σουβλάκια.
• “∆ιάφορα αρτοσκευάσµατα”: Τα κάθε µορφής και φύσης αρτοσκευάσµατα, που παρασκευάζονται κατά τρόπο ανάλογο µε τον τρόπο παρασκευής του άρτου, διαφέρουν
όµως χαρακτηριστικά από αυτόν, ως προς τους µακροσκοπικούς και οργανοληπτικούς χαρακτήρες τους, λόγω της προσθήκης σε αυτά, πέραν των πρώτων
υλών που επιτρέπονται για την παρασκευή του άρτου και άλλων πρώτων υλών που επιτρέπονται από τον Κώδικα Τροφίµων και Ποτών (υπουργική απόφαση 1100/1987 ΦΕΚ
Β 788), όπως γάλα, γιαούρτι, βούτυρο, τυροκοµικά προϊόντα, αυγά, λιπαρές ύλες, γλυκαντικές ύλες, προϊόντα τοµάτας, ελιές, αρωµατικές ύλες, προϊόντα αλλαντοποιίας”.
• “∆ιάφορα αρτοσκευάσµατα ζαχαροπλαστικής”: Τα προϊόντα αρτοποιίας, όπως παξιµάδια, κουλούρια, φρυγανιές και άλλα βουτήµατα ζαχαροπλαστικής, που περιέχουν υποχρεωτικά
λιπαρές ύλες και µια από τις φυσικές γλυκαντικές ύλες που προσδίδει σε αυτά γλυκιά ή γλυκίζουσα γεύση.»
Ειδικότερα, αναφορικά µε τις πρώτες ύλες που επιτρέπεται να χρησιµοποιηθούν κατά την παρασκευή και διάθεση στην κατανάλωση άρτου, σύµφωνα µε το άρθρο 111 παρ. 19 του
Κώδικα Τροφίµων και Ποτών (ΦΕΚ Β΄788/1987), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, προβλέπεται ότι:
«Επιτρέπεται η παρασκευή και διάθεση στην κατανάλωση ειδικών κατηγοριών άρτων που προέρχονται από άλευρα οιουδήποτε τύπου ή κατηγορίας, από σίτο ή άλλα δηµητριακά αµιγή
ή µίγµατα, µε την προσθήκη µικρών ποσοτήτων ζάχαρης ή άλλων φυσικών γλυκαντικών ουσιών, λιπαρών υλών, γάλακτος, αυγών, αρωµατικών υλών, επιτρεποµένων βελτιωτικών
κ.λ.π. Η διάθεση τούτων ρυθµίζεται από τις σχετικές Αγορανοµικές ∆ιατάξεις».
Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι τα προϊόντα αρτοποιίας στην παρασκευή των οποίων χρησιµοποιούνται και άλλες πρώτες ύλες που επιτρέπονται από τον Κώδικα
Τροφίµων και Ποτών και ο µακροσκοπικός και οργανοληπτικός χαρακτήρας τους δεν διαφέρει ουσιωδώς από τον αντίστοιχο του άρτου, είναι άρτος ή αρτοπαρασκεύασµα.
Από τα προαναφερόµενα προκύπτει σαφώς το συµπέρασµα ότι ο άρτος και τα αρτοπαρασκευάσµατα, όπως αυτά ορίζονται από τις ανωτέρω αναφερόµενες διατάξεις,
συνδυαστικά εφαρµοζόµενες, ζυγίζονται υποχρεωτικά ενώπιον του καταναλωτη σε όλα τα σηµεία διάθεσης των προϊόντων αυτών, ενδεικτικά αναφερόµενα φούρνοι, πρατήρια
άρτου, σούπερ µάρκετ, ζαχαροπλαστεία.
Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 4 της ΥΑ – 718/31.7.2014 Κωδικοποίηση Κανόνων ∆ΙΕΠΠΥ ( ΦΕΚ 2090/Β/2014).
Κατά συνέπεια οι ελεγκτικοί µηχανισµοί οφείλουν να εφαρµόζουν τη νοµοθεσία κατά τις διατάξεις της παρούσας εγκυκλίου.

egkyklios_artopoiia